Καυλωνία — Καυλωνίᾱ , Καυλωνίη fem nom/voc/acc dual Καυλωνίᾱ , Καυλωνίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καυλωνίᾳ — Καυλωνίᾱͅ , Καυλωνίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καυλωνίας — Καυλωνίᾱς , Καυλωνίη fem acc pl Καυλωνίᾱς , Καυλωνίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καυλωνίαι — Καυλωνίᾱͅ , Καυλωνίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καυλωνίαν — Καυλωνίᾱν , Καυλωνίη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CAULONIA — apud Soli. c. 2. Notum est, a Philocteta Petiliam constitutam Caudoniam et Terinam a Crotoniensibus, etc. et Marcianum Heracleotam, Ε῎χεται δὲ τούτων πρῶτα μὲν Καυλωνία, Ε᾿κ τȏυ Κρότωνος ἥτις ἐχ᾿ ἀποιχίαν. Α᾿πὸ τȏυ συνεγγὺς κειμέννου τε τῇ πόλει… … Hofmann J. Lexicon universale
КАУЛОНИЯ — • Caulonĭa, • Καυλωνία, или Caulon, город в Bruttium; вероятно, он прежде назывался Aulon или Aulonia и основан был кротонцами, на что указывает также бывший здесь в большом уважении культ дельфийского Аполлона. Дионисий Сиракузский… … Реальный словарь классических древностей
CAULUM sive CAULON — CAULUM, sive CAULON qui et Aulon, oppid. in prima Italiae fronte, apud Locros. Plin. l. 3. c. 10. Virg. Aen. l. 3. v. 553. Caulonisque arces, et navifragum Scylaceum. Quamquam ibi Poeta non tam de oppido, quam promontorio loqui videtur. Caulonia… … Hofmann J. Lexicon universale
νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… … Dictionary of Greek
Αυλωνία — Αποικία των αρχαίων Ελλήνων στην Ιταλία. Λεγόταν και Καυλωνία (βλ. λ.) … Dictionary of Greek